καθυποστιβίζω

καθυποστιβίζω
καθυποστιβίζω (Μ)
(επιτατ. τού υποστιβίζω) βάφω το κάτω μέρος και τα γύρω με το χρώμα στίβι* («καθυποστιβισμένος τὼ ὀφθαλμώ», Νικ. Δαμασκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-στιβίζω «βάφω με το χρώμα στίβι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”